αφίππευση

αφίππευση
η
η κάθοδος του ιππέα από τον ίππο, το ξεπέζεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀφιππεύσῃ — ἀφιππεύω ride off aor subj mid 2nd sg ἀφιππεύω ride off aor subj act 3rd sg ἀφιππεύω ride off fut ind mid 2nd sg ἀ̱φιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱φιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off futperf ind mid 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιππεύσηι — ἀφιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off aor subj mid 2nd sg ἀφιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off aor subj act 3rd sg ἀφιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off fut ind mid 2nd sg ἀ̱φιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride off futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱φιππεύσῃ , ἀφιππεύω ride… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεκαβαλίκευμα — το [ξεκαβαλικεύω] ξεπέζεμα, αφίππευση …   Dictionary of Greek

  • ξεπέζεμα — το [ξεπεζεύω] η κάθοδος τού ιππέα από τον ίππο, η αφίππευση …   Dictionary of Greek

  • πέζευμα — το, ΝΜ, πέζεμα Ν [πεζεύω] η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα μσν. (στο Βυζάντιο) το μέρος τού Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • πέζευσις — ἡ, Μ [πεζεύω] η κάθοδος από το άλογο, η αφίππευση …   Dictionary of Greek

  • ξεκαβαλίκεμα — το, ατος το κατέβασμα από το άλογο, η αφίππευση, το ξεπέζεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπέζεμα — το, ατος το κατέβασμα από υποζύγιο, η αφίππευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέζεμα — το το κατέβασμα από το ζώο, ξεπέζεμα, αφίππευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”